- στοματόποδα
- (stomatopoda). Μαλακόστρακα του αθροίσματος των ποδοφθάλμων. Με το όνομα σ. χαρακτηρίζονται αρκετά, μεγάλου μεγέθους μαλακόστρακα τα οποία έχουν πλατύ όστρακο, που αφήνει ακάλυπτες τις τρεις θωρακικές αρθρώσεις. Τα σ. έχουν πέντε ζευγάρια σιαγονικά πόδια και τρία ζευγάρια κινητικά. Στην κοιλιά τους υπάρχουν μακριά και σχιστά φυμάτια και τα βράγχιά τους είναι νηματοειδή και αποτελούν θύσανο. Ζουν και τρέφονται στο βυθό των θερμών θαλασσών στις οποίες κολυμπάνε με ευχέρεια. Πρόκειται για σαρκοφάγα ζώα, που τρέφονται με άλλα υδρόβια. Στην κατηγορία των σ. υπάγεται μία μόνο οικογένεια, εκείνη των Σκυλλιδών.
* * *τα, Νζωολ. τάξη σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών τής υφομοταξίας μαλακόστρακα, με τυπικό εκπρόσωπο της το γένος σκύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatopoda (< στόμα, -ατος + πούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.